Και μεμιας,
οπως ανοιγουμε μια πορτα κι ειναι κηπος,
αυτος ο κοσμος, ο κλειστος, ο φοβισμενος,
με μια υπερογκη ανασα διερραγη
κι ηταν ο κοσμος ο απεραντος ξανα,
ο μειζων κοσμος, ο υπαιθριος, και ειχε
ολο το θαρρος και την πικρα των καρπων,
με την ντροπη και την φροντιδα των ανθρωπων,
με τις πλατιες ενορχηστρωσεις του τυχαιου,
τη συστολη, τη διαστολη των ουρανων
και τη βαρυτητα της πρωτης αποριας.
Γιατι αθορυβη σαν φως οταν χαραζει,
μια πορτα ενιωσα ν’ ανοιγει μες τη νυχτα
απ’ τον βαθυτερο του υπνου μου φλοιο,
και μια πνοη, εναν αερα προσμονης,
σαν απο σωμα μυρωμενο, να με παιρνει
πολυ μακρια, εκει στην πρωτη εφηβεια.