Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ χάνεις τὴν πραγματικότητά σου.
Προφταίνω ἀκόμη ἄραγε νὰ ἀγγίξω τάχα τοῦτο τὸ ζωντανὸ σῶμα
καὶ νὰ φιλήσω σὲ τοῦτο τὸ στόμα πάνω τὴ γένεση
τῆς φωνῆς ποὺ λατρεύω;
Προφταίνω ἀκόμη ἄραγε νὰ ἀγγίξω τάχα τοῦτο τὸ ζωντανὸ σῶμα
καὶ νὰ φιλήσω σὲ τοῦτο τὸ στόμα πάνω τὴ γένεση
τῆς φωνῆς ποὺ λατρεύω;
Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ τὰ χέρια μου συνήθισαν
σφιχταγκαλιάζοντας τὴ σκιά σου
νὰ σταυρώνονται πάνω στὸ στῆθος μου καὶ δὲν θὰ διπλώνονταν
γύρω ἀπὸ τὸ περίγραμμα τοῦ σώματός σου, μᾶλλον.
σφιχταγκαλιάζοντας τὴ σκιά σου
νὰ σταυρώνονται πάνω στὸ στῆθος μου καὶ δὲν θὰ διπλώνονταν
γύρω ἀπὸ τὸ περίγραμμα τοῦ σώματός σου, μᾶλλον.
Καὶ ποὺ μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἐμφάνιση
αὐτοῦ ποὺ μοῦ στοιχειώνει τὰ σωθικὰ
καὶ μὲ κυβερνᾶ μέρες καὶ χρόνια
θὰ γινόμουνα ἴσκιος κι ἐγὼ πιθανόν.
Ὢ ἀμφιταλαντεύσεις στὰ συναισθήματα!
Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ δὲν προφταίνω πιὰ
σίγουρα νὰ ξυπνήσω.
Ὄρθιος κοιμᾶμαι, τὸ σῶμα μου ἐκτεθειμένο
σὲ ὅλα τὰ φαινόμενα τῆς ζωῆς
καὶ τῆς ἀγάπης καὶ σύ, ἡ μόνη
ποὺ μετρᾶ γιὰ μένα σήμερα,
θὰ μποροῦσα ἄραγε νὰ ἀγγίξω τουλάχιστον τὸ μέτωπό σου
καὶ τὰ χείλια σου σὰν τὰ πρῶτα τυχόντα χείλη
καὶ τὸ πρῶτο τυχὸν μέτωπο.
Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο, περπάτησα τόσο, μίλησα,
ξάπλωσα τόσο μὲ τὸ φάντασμά σου
ποὺ δὲν μοῦ ἀπομένει ἴσως πιά,
κι ὅμως, παρὰ νά ῾μαι κι ἐγὼ φάντασμα
ἀνάμεσα στὰ φαντάσματα καὶ πιότερο ἴσκιος
ἑκατὸ φορὲς καὶ ἀπὸ τὸν ἴσκιο ποὺ περιδιαβαίνει
καὶ θὰ περιδιαβαίνει εὐδιάθετα
πάνω ἀπὸ τὸ ἡλιακὸ καντρὰν τῆς ζωῆς σου.