... κι ενα εργαλειο εκρατησε μοναχα, ναυτικο
τ' οργανο εκεινο που μετραν τον ηλιο, τον εξαντα.
Η στενοχωρια και το αλκοολ δουλευοντας σιγα,
μερα τη μερα σ' ενα χαινον χασμα τον ωθουσαν.
Τρελαθηκε. Τον πειραζαν στους δρομους τα παιδια,
κι οι ψειρες πανω στα ξανθα του γενια επερπατουσαν.
Παντα βασιλευε σιγη θανατερη εκει μεσα
και περπατουσαμε ολοι μας στις μυτες των ποδιων,
κι ηταν στιγμες που νομιζες πως ακουες να χτυπουνε
σαν το ρολοι, μες στη σιγη, οι χτυποι των καρδιων.
Γελας, μα εγω σε πουλησα στο Ριο για δυο σενταβος
κι απε σε ξανα αγορασα ακριβα στη Βηρυτο.
Με πορφυρο στα χειλη μου κοχυλι σε προσταζω.
Στο χερι το γερακι σου και τα σκυλια λυτα.
Απανωθε μου σκουπισε τη θαλασσα που σταζω
και μαθε με να περπατω πανω στη γη σωστα.
Οταν πιστευω θαλασσα μοναχα και βυθο
και προσκυναω για εικονισμα εναν παλιο αστρολαβο
πες μου, στην αγια πιστη σου, πως να προσευχηθω;
σε ποιον να εξομολογηθω και που να μεταλαβω;
Το επιχρισμα. Η αγια σκουρια που μας γεννα,
μας τρεφει, τρεφεται απο μας, και μας σκοτωνει.
Γιατι μπερδευω τουτη εδω με μια αλλη ιστορια;
Ειναι ενα χερι που ποναει, βαρυ και λαβωμενο.
Βλεπω συχνα στον υπνο μου ενα ασπρο καρχαρια
με περιμενει νηστικος ή εγω τον περιμενω;
No comments:
Post a Comment