Thursday, October 24, 2013

Ο ωραιος δραπετης

Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια.
Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε.
Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε.
Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα. 
Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου 
μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι
στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός, 
φορώντας τις λευκές σου μπότες.


Από τα άγνωστα του Ρίτσου.

Saturday, October 12, 2013

σαν νόθο γιο της λάσπης που κοιτάει τον ουρανό

έτσι απόμεινε εδώ ένας πέτρινος γίγαντας

πόσο ακόμα θα υπάρχω στις ρακένδυτες μνήμες σου

Wednesday, October 02, 2013

Θεσσαλονικη II

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω 'τάξει, 
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια

τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.


Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει

έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά
εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.


Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι
να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει, 
μπορεί να 'ρθω απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

Monday, September 30, 2013

Yara Yara

Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό. 


Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.


Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

Thursday, September 19, 2013

Το βλέμμα του Οδυσσέα


Το δυστύχημα δεν είναι πως κάποιος «φεύγει». 
Το δυστύχημα είναι πως παίρνει μαζί του 
κι ένα κομμάτι από το παιδί που προσπαθούμε να φυλάξουμε 
με νύχια και με δόντια βαθιά μέσα μας.

Το δυστύχημα, σεμνέ μου άνθρωπε, 
είναι η βίαιη ενηλικίωση μας 
και αυτό που δε θα ξαναγίνουμε ποτέ. 
Γιατί πάντα…κάποιος θα λείπει…

Friday, September 13, 2013

Θ' ανεβω στον ουρανο

Θ’ ανεβώ στον ουρανό να ρωτήξω το Θεό

χρόνους ψάχνω και ζαμάνια στ’ ουρανού τα μεϊντάνια
χρόνους ψάχνω, δε σε βρίσκω χρυσασκάλιστό μου ρίσκο

Είπε μου ο Θεός στ’ αυτί μου κι έκαψέ την, την ψυχή μου
πως στο θρόνο του σε θέλει να σε προσκυνούν αγγέλοι

Saturday, September 07, 2013

Cien Sonetos de Amor - XVII

No te amo como si fueras rosa de sal, topacio 
o flecha de claveles que propagan eñ fuego: 
te amo como se aman ciertas cosas oscuras, 
secretamente, entre la sombra y el alma.

Te amo como la planta que no florece y lleva 
dentro de sí, escondida, la luz de aquellas flores, 
y gracias a tu amor vive oscuro en mi cuerpo 
el apretado aroma que ascendió de la tierra.

Te amo sin saber cómo, ni cuándo, ni de dónde, 
te amo directamente sin problemas ni orgullo: 
así te amo porque no sé amar de otra manera,

Sino así de este modo en que no soy ni eres, 
tan cerca que tu mano sobre mi pecho es mía, 
tan cerca que se cierran tus ojos con mi sueño.

P. Neruda

Wednesday, August 28, 2013

Monday, August 26, 2013

Thursday, August 15, 2013

Wednesday, June 12, 2013

Τέλος


Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρα σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες την μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ’ αγαπώ… Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει… Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου επάνω στο χιόνι εμένα είναι ο κόσμος μου. Δεν θα σου πω τίποτα μόλις βγεις θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, και αν αυτό σε πειράζει μπορώ να’ ρχομαι πίσω σου σαν το σκυλί… Και όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δεν θα’ ναι για μένα το σκληρό χώμα τον νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της… ποδοπάτησε με να’ χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις…

Tuesday, April 23, 2013

Monday, April 22, 2013

Monday, March 04, 2013

Κάρμα

Μου πήρε χρόνια να καταλάβω
πως υπάρχει και μια άλλη ζωή πέρα απ’τον πάγο, 
εκεί που λιάζονται οι σαύρες και τα ηφαίστεια
ησυχάζουν στο φως που το γυμνώνει.
Κουράστηκα να γυρίζω σ’αυτές τις ερήμους, 
αυτή η διαδρομή μ’εξοντώνει.

Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
που σαν άυλοι φάροι μες στη νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω.
Έναν ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει
η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη
κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου.

Μα καθώς προσπαθώ να βγω
απ’αυτήν την τυφλή μάζα τρόμου που με περιέχει, 
βραχνές αναμνήσεις μου θυμίζουν
πως η ζωή μου πάντα θα επιστρέφει
σαν τιμωρός και σαν τύψη.
Ένας κόσμος ορυκτός, 
μια παρουσία στοιχειωμένη.

Θυμάμαι μια νύχτα που `χες πει:
"Έχεις σταυρώσει κόσμο εσύ, θα μείνεις ξένος"
και σε κοιτούσα σαν παιδί
που κάποιος του’πε το γιατί
φυσάει αγέρας στη ζωή του αγριεμένος.

Wednesday, February 27, 2013

Τελευταιο ποτο με το διαβολο

Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
που κατεργάζονται την εκμηδένιση μου, 
θρυμματίζουν όλα μου τα άστρα
και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα, 
στα ερωτηματικά και τους τρόμους.

Στα γράφω όλα αυτά, αυτή τη νύχτα
καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με το Διάβολο
και φυσάει μι’ αργόσυρτη βροχή, 
φορτωμένη μ’αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
και την ανία της ζωής χωρίς εσένα.

Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ.
Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω.

Wednesday, January 30, 2013

Ενας τροπος να πεις αντιο

Δεν κουνιέται σκιάχτρο.


Μια φωνή ακούγεται
μακριά από τα μαύρα μαλλια της
η τελευταία της λέξη

"αναβοσβήνω''..


Η σκόνη να πέφτει συμμετρικά πάνω στη μνήμη.

Όλα τα δαχτυλά μου δάκρυα που βρέχουν τα μαύρα μαλλιά της.

Η αποδόμηση των αισθήσεων 
να μην μπορείς να καταπιείς πια ούτε ευθανασία

μου το είχε πει παλιά
"να πεθάνω, αλλά να αναβοσβήνουν πλάι στο κομοδίνο οι ευχές μου"

ήξερε,
πάνω στο κομοδίνο έχω το ξυράφι μου..

και να σπάνε τα τζάμια στο όνομά της
και να αναστατώνει προσφιλές τρελόγριες που λενε για εκείνη τα καλύτερα λόγια
και οι ράγες του τρένου να ποδοπατάνε φτερά σε αποσύνθεση

''σκοτώσαμε έναν άγγελο κυρίες και κύριοι, σας ζητούμε συγνώμη, το ταξίδι θα συνεχιστεί κανονικά''

η παλάμη μου δείχνει μια αποστροφή και φεύγει, άυλη να ψάξει ξανα εκείνη την αφή.

κι εγώ τώρα στο πανί που έχω για πρόσωπο 
να προσπαθώ να δηλώσω πόσο πολύ μου λείπεις.

Ασχημάτιστα μου έρχεται στο μυαλό όταν έκλεισα τα έντεκα
σε κοιτούσα από απόσταση, η καρδιά έτοιμη να βγει, ταμπούρλο
κι εσύ εκεί να λάμπεις,
με τα ξανθιά απελέκητα μαλλιά σου
με τα τσεκουρωμένα όνειρα να γίνεις ερωτοδότης.

σε πρόδωσε ο χρόνος...

κι εγώ..

Thursday, January 10, 2013

The lobster



Ενας Αντρας μοιράζεται έντεκα χρόνια κι έναν μήνα της ζωής του με μια Γυναίκα, σε ένα όμορφο σπίτι σε μια παραθαλάσσια Πόλη. Ολοι οι κάτοικοι αυτής της Πόλης σύμφωνα με τους επίσημους κανόνες, είναι ζευγάρια που έχουν ένα τουλάχιστον κοινό χαρακτηριστικό: ξανθά μαλλιά για παράδειγμα, ή ένα ψεύδισμα, ή ταλέντο να παίζουν πιάνο. Μια μέρα, η Γυναίκα ενημερώνει τον Αντρα ότι τον εγκαταλείπει, γιατί συνάντησε κάποιον άλλον με τον οποίο πιστεύει ότι ταιριάζει καλύτερα. Ο Αντρας μαζεύει τα πράγματα του, παίρνει τον σκύλο του και αμέσως, δύο άντρες τον μεταφέρουν σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο, τοποθετημένο ανάμεσα στο Δάσος και την άκρη της Πόλης.
Το Ξενοδοχείο είναι γεμάτο μόνους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, διαφορετικών ηλικιών και καταγωγής. Ο Αντρας είναι τώρα υποχρεωμένος να βρει έναν ταιριαστό σύντροφο μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αν τα καταφέρει, αυτός και το ζευγάρι του, θα μπορέσουν να επιστρέψουν στην Πόλη και να ζήσουν εκεί μαζί. Αν αποτύχει, θα μεταφερθεί σε ένα ειδικό δωμάτιο στο Ξενοδοχείο και θα μεταμορφωθεί σε ένα ζώο της επιλογής του, όπως κι όλοι οι ένοικοι του Ξενοδοχείου που δεν τα έχουν καταφέρει. Ο Αντρας μένει σε ένα μονό δωμάτιο μαζί με τον σκύλο του, ο οποίος, είναι στην πραγματικότητα ο αδελφός του. Χρόνια πριν, ο αδελφός του Αντρα απέτυχε να βρει σύντροφο στο Ξενοδοχείο και μεταμορφώθηκε σε Γερμανικό ποιμενικό.
Η ζωή στο ξενοδοχείο είναι σχεδιασμένη με κάθε προσοχή, για να επιδεικνύει την σημασία του να ζεις σε ζευγάρια, μέσα από μια σειρά από ασκήσεις, τιμωρίες και επιβραβεύσεις. Καθώς οι μέρες περνούν και ο χρόνος του Αντρα τελειώνει, ένας από τους φίλους του στο Ξενοδοχείο ρισκάρει να πει ψέμματα σε μια γυναίκα, ότι μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό προκειμένου να γίνουν ζευγάρι. Η γυναίκα υποφέρει συχνά από ρινορραγίες κι έτσι ο Αντρας ηθελημένα και συχνά, χτυπά την μύτη του σε μια σκληρή επιφάνεια για να την κάνει να αιμορραγήσει. Απεγνωσμένος και βλέποντας ότι ο φίλος του επιτυγχάνει παρά την εξαπάτηση, αποφασίζει να ακολουθήσει το παράδειγμα του. Λέει ψέμματα για να επιβιώσει, αλλά στην περίπτωση του, όλα πάνε στραβά. Η απάτη του γίνεται εμφανής και φοβούμενος την σκληρή τιμωρία που επιφυλάσσει ο Διευθυντής του Ξενοδοχείου σε όσους λένε ψέμματα, ο Αντρας το σκάει στο Δάσος.
Το Δάσος είναι ένα μέρος όπου οι Μοναχικοί ζουν. Οι Μοναχικοί είναι μόνοι άντρες και γυναίκες που δεν κατάφεραν να βρουν κάποιον να ζήσουν μαζί. Εχουν μια Αρχηγό, μια πολύ αυστηρή νεαρή γυναίκα. Κάθε είδους σχέση, φιλική, ρομαντική, ή σεξουαλική απαγορεύεται. Κάθε μοναχικός, πρέπει να ζήσει και να πεθάνει απολύτως ανεξάρτητος. Οι ένοικοι του Ξενοδοχείου συχνά κυνηγούν τους Μοναχικούς, καθώς, κερδίζουν μια επιπλέον μέρα διαμονής στο ξενοδοχείο για κάθε έναν που πιάνουν, κι έτσι αυξάνουν τις πιθανότητες να βρουν ταίρι.
Αμέσως μόλις ενωθεί με τους Μοναχικούς, ο Αντρας ερωτεύεται μία από αυτούς, μια γυναίκα που μοιάζει να είναι το ίδιο μύωπας όσο κι αυτός. Συναντιούνται στα κρυφά, σε απομονωμένα μέρη στο Δάσος. Οσο πιο κοντά έρχονται όμως, τόσο διακινδυνεύουν το να αποκαλυφθεί η σχέση τους κι έτσι αποφασίζουν να το σκάσουν από το Δάσος και από τους κανόνες της Αρχηγού που δεν θα ανεχόταν ποτέ τον δεσμό τους. Σκοπεύουν να γυρίσουν στην Πόλη, όπου θα μπορέσουν να ζήσουν ανοιχτά σαν ζευγάρι. Πριν το καταφέρουν όμως, η Αρχηγός ανακαλύπτει την σχέση τους και αποφασίζει να τους τιμωρήσει.