Wednesday, February 27, 2013

Τελευταιο ποτο με το διαβολο

Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
που κατεργάζονται την εκμηδένιση μου, 
θρυμματίζουν όλα μου τα άστρα
και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα, 
στα ερωτηματικά και τους τρόμους.

Στα γράφω όλα αυτά, αυτή τη νύχτα
καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με το Διάβολο
και φυσάει μι’ αργόσυρτη βροχή, 
φορτωμένη μ’αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
και την ανία της ζωής χωρίς εσένα.

Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ.
Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω.

Wednesday, January 30, 2013

Ενας τροπος να πεις αντιο

Δεν κουνιέται σκιάχτρο.


Μια φωνή ακούγεται
μακριά από τα μαύρα μαλλια της
η τελευταία της λέξη

"αναβοσβήνω''..


Η σκόνη να πέφτει συμμετρικά πάνω στη μνήμη.

Όλα τα δαχτυλά μου δάκρυα που βρέχουν τα μαύρα μαλλιά της.

Η αποδόμηση των αισθήσεων 
να μην μπορείς να καταπιείς πια ούτε ευθανασία

μου το είχε πει παλιά
"να πεθάνω, αλλά να αναβοσβήνουν πλάι στο κομοδίνο οι ευχές μου"

ήξερε,
πάνω στο κομοδίνο έχω το ξυράφι μου..

και να σπάνε τα τζάμια στο όνομά της
και να αναστατώνει προσφιλές τρελόγριες που λενε για εκείνη τα καλύτερα λόγια
και οι ράγες του τρένου να ποδοπατάνε φτερά σε αποσύνθεση

''σκοτώσαμε έναν άγγελο κυρίες και κύριοι, σας ζητούμε συγνώμη, το ταξίδι θα συνεχιστεί κανονικά''

η παλάμη μου δείχνει μια αποστροφή και φεύγει, άυλη να ψάξει ξανα εκείνη την αφή.

κι εγώ τώρα στο πανί που έχω για πρόσωπο 
να προσπαθώ να δηλώσω πόσο πολύ μου λείπεις.

Ασχημάτιστα μου έρχεται στο μυαλό όταν έκλεισα τα έντεκα
σε κοιτούσα από απόσταση, η καρδιά έτοιμη να βγει, ταμπούρλο
κι εσύ εκεί να λάμπεις,
με τα ξανθιά απελέκητα μαλλιά σου
με τα τσεκουρωμένα όνειρα να γίνεις ερωτοδότης.

σε πρόδωσε ο χρόνος...

κι εγώ..

Thursday, January 10, 2013

The lobster



Ενας Αντρας μοιράζεται έντεκα χρόνια κι έναν μήνα της ζωής του με μια Γυναίκα, σε ένα όμορφο σπίτι σε μια παραθαλάσσια Πόλη. Ολοι οι κάτοικοι αυτής της Πόλης σύμφωνα με τους επίσημους κανόνες, είναι ζευγάρια που έχουν ένα τουλάχιστον κοινό χαρακτηριστικό: ξανθά μαλλιά για παράδειγμα, ή ένα ψεύδισμα, ή ταλέντο να παίζουν πιάνο. Μια μέρα, η Γυναίκα ενημερώνει τον Αντρα ότι τον εγκαταλείπει, γιατί συνάντησε κάποιον άλλον με τον οποίο πιστεύει ότι ταιριάζει καλύτερα. Ο Αντρας μαζεύει τα πράγματα του, παίρνει τον σκύλο του και αμέσως, δύο άντρες τον μεταφέρουν σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο, τοποθετημένο ανάμεσα στο Δάσος και την άκρη της Πόλης.
Το Ξενοδοχείο είναι γεμάτο μόνους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, διαφορετικών ηλικιών και καταγωγής. Ο Αντρας είναι τώρα υποχρεωμένος να βρει έναν ταιριαστό σύντροφο μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αν τα καταφέρει, αυτός και το ζευγάρι του, θα μπορέσουν να επιστρέψουν στην Πόλη και να ζήσουν εκεί μαζί. Αν αποτύχει, θα μεταφερθεί σε ένα ειδικό δωμάτιο στο Ξενοδοχείο και θα μεταμορφωθεί σε ένα ζώο της επιλογής του, όπως κι όλοι οι ένοικοι του Ξενοδοχείου που δεν τα έχουν καταφέρει. Ο Αντρας μένει σε ένα μονό δωμάτιο μαζί με τον σκύλο του, ο οποίος, είναι στην πραγματικότητα ο αδελφός του. Χρόνια πριν, ο αδελφός του Αντρα απέτυχε να βρει σύντροφο στο Ξενοδοχείο και μεταμορφώθηκε σε Γερμανικό ποιμενικό.
Η ζωή στο ξενοδοχείο είναι σχεδιασμένη με κάθε προσοχή, για να επιδεικνύει την σημασία του να ζεις σε ζευγάρια, μέσα από μια σειρά από ασκήσεις, τιμωρίες και επιβραβεύσεις. Καθώς οι μέρες περνούν και ο χρόνος του Αντρα τελειώνει, ένας από τους φίλους του στο Ξενοδοχείο ρισκάρει να πει ψέμματα σε μια γυναίκα, ότι μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό προκειμένου να γίνουν ζευγάρι. Η γυναίκα υποφέρει συχνά από ρινορραγίες κι έτσι ο Αντρας ηθελημένα και συχνά, χτυπά την μύτη του σε μια σκληρή επιφάνεια για να την κάνει να αιμορραγήσει. Απεγνωσμένος και βλέποντας ότι ο φίλος του επιτυγχάνει παρά την εξαπάτηση, αποφασίζει να ακολουθήσει το παράδειγμα του. Λέει ψέμματα για να επιβιώσει, αλλά στην περίπτωση του, όλα πάνε στραβά. Η απάτη του γίνεται εμφανής και φοβούμενος την σκληρή τιμωρία που επιφυλάσσει ο Διευθυντής του Ξενοδοχείου σε όσους λένε ψέμματα, ο Αντρας το σκάει στο Δάσος.
Το Δάσος είναι ένα μέρος όπου οι Μοναχικοί ζουν. Οι Μοναχικοί είναι μόνοι άντρες και γυναίκες που δεν κατάφεραν να βρουν κάποιον να ζήσουν μαζί. Εχουν μια Αρχηγό, μια πολύ αυστηρή νεαρή γυναίκα. Κάθε είδους σχέση, φιλική, ρομαντική, ή σεξουαλική απαγορεύεται. Κάθε μοναχικός, πρέπει να ζήσει και να πεθάνει απολύτως ανεξάρτητος. Οι ένοικοι του Ξενοδοχείου συχνά κυνηγούν τους Μοναχικούς, καθώς, κερδίζουν μια επιπλέον μέρα διαμονής στο ξενοδοχείο για κάθε έναν που πιάνουν, κι έτσι αυξάνουν τις πιθανότητες να βρουν ταίρι.
Αμέσως μόλις ενωθεί με τους Μοναχικούς, ο Αντρας ερωτεύεται μία από αυτούς, μια γυναίκα που μοιάζει να είναι το ίδιο μύωπας όσο κι αυτός. Συναντιούνται στα κρυφά, σε απομονωμένα μέρη στο Δάσος. Οσο πιο κοντά έρχονται όμως, τόσο διακινδυνεύουν το να αποκαλυφθεί η σχέση τους κι έτσι αποφασίζουν να το σκάσουν από το Δάσος και από τους κανόνες της Αρχηγού που δεν θα ανεχόταν ποτέ τον δεσμό τους. Σκοπεύουν να γυρίσουν στην Πόλη, όπου θα μπορέσουν να ζήσουν ανοιχτά σαν ζευγάρι. Πριν το καταφέρουν όμως, η Αρχηγός ανακαλύπτει την σχέση τους και αποφασίζει να τους τιμωρήσει.

Tuesday, November 27, 2012

Φωτιά


My love...
Where did your story begin?
When you were born...
then it starts in horror.
At the birth of your father...
then a great love story begins.

I say that your story
begins with a promise
that will break
the thread of anger.
Thanks to you, today I finally
managed to do it.
The thread is broken.
And I can finally take
the time to hold you in my arms...
and softly sing you a lullaby
to comfort you.

Nothing is more beautiful
than to be together.
I love you.

Friday, November 23, 2012

1935 - οσο κρατησει


Το βαδισμα του ειναι βαρυ και μετρημενο.
Οι τροποι του εχουν μια σοβαροτητα γεροντικη
και μια παιδικη χαρη.

Τις πρωτες μερες ελεγε 
"θα φοβαται η Χρυσουλα μονη της,
πρεπει να φυγω...".
Υστερα, αρχισε να μενει ολη τη νυχτα.
Κοιματα με μια ανασα στρωτη,
σαν παιδι.
Ξυπναει αργα, σαν ολους τους νυκτοβιους.

Ξερεις, το σωμα του αποπνεει εκεινο το αρωμα που αναδυουν τα ξερα φρουτα.
Ενας ηλιος συμπυκνωμενος.

Εκεινο το βραδυ αγριευτηκε,
δε μπορεσε ουτε να θυμωσει,
κι εφυγε.

Για πρωτη φορα στη ζωη μου,
εχω μετρησει ολες τις μερες
κι ολες της νυχτες 
μιας απουσιας.

Tuesday, November 06, 2012

My dark passenger


I just know there's something dark in me and I hide it. 
I certainly don't talk about it, but it's there always, 
this Dark Passenger. 

And when he's driving, I feel alive, half sick 
with the thrill of complete wrongness. 
I don't fight him, I don't want to. He's all I've got. 

My dark passenger is like a trapped coal miner, always tapping; always letting me know it's in there, still alive.

Wednesday, October 24, 2012

Ο δρόμος

Η παραδοχή ενός λάθους.
Η παραδοχή ενός τέλους.
Η αρχή ενός νέου,
με τη μάταιη βεβαιότητα
ότι δε θα 'ναι όπως πριν.

Thursday, September 27, 2012

Wednesday, August 29, 2012

Εθελουσία λήθη

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τ.Λ.

Tuesday, August 07, 2012

Πικρία


Όχι, από αλλού πονάω...

Thursday, July 26, 2012

A sign in the ocean

Nobody knew for sure if it was true,
since nobody who went there came back,
except for one person,
who went there and chose to leave.



Καποιος γυρω μου ποτιζει διαρκως με λαδι τη φωτια
και δε μπορω να βγω στην επιφανεια
ν' αναπνευσω.

Monday, July 23, 2012

Wednesday, July 18, 2012

Αυτοβιογραφία

Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και
……τ’ όνομά μου
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα να ’θελα να προφυλαχτώ από ’να χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο – είμαι εδώ, ανάμεσά σας,
……κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις
……ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.
Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.
Τ. Λ.

Friday, July 13, 2012



Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμαρα σου
Λόγιαζε τα 'παθα για σε να με πονεί η καρδιά σου


Και πιάσε και τη ζωγραφιά που βρες στ' αρμάρι μέσα
Και τα τραγούδια που 'λεγα κι οπού πολύ σ' αρέσα


Και διάβαζε τα θώριε τα κι αναθυμού και μένα
Πως με ξορίσανε για σε πολλά μακριά στα ξένα


Κι οντε σου πουν κι απόθανα λυπήσου με και κλάψε
Και τα τραγούδια που ‘βγαλα μες την φωτιά τα κάψε