Eικονες παιδιων φυλακισμενων σε κελια.
Φρουροι στο διαδρομο κυνηγουν καποιον με λυσασμενα σκυλια.
Φρεσκο αιμα και σαλιο.
Κρυμμενος σε ενα ντουζ με μια κοντουλα, συμπαθητικη συγκρατουμενη.
Γνωριζονται καιρο και βρισκονται μετα απο χρονια.
Ετοιμαζουν κατι. Προφανως παρανομο γιατι ειναι ιδιαιτερα προσεκτικοι.
Μια αποδραση ισως.
Φιλιουνται κατω απο το καυτο νερο.
Λυωνουν μαζι του.
Ακουγονται φωνες. Βγαινει να ελεγξει.
Δεν ειναι φρουροι. Κρατουμενοι.
Προσπαθει να την καλυψει για να μην την δουν.
“Θα σε αφησω για λιγο. Πρεπει να παω να δω. Κλεισε την πορτα και ασε το νερο να κυλαει”, της λεει δινοντας της το τελευταιο φιλι.
Περπαταει αργα στο διαδρομο.
Πρεπει να φτασει ως εκει. Ειναι η μονη εξοδος.
Το δωματιο στον τελευταιο οροφο, στην αριστερη πισω γωνια.
Φτανει ευκολα ως εκει, ανοιγει την πορτα, ενα σκοτεινο δωματιο, μια μεγαλη οθονη ενας καναπες και ενας γιγαντας στην αριστερη γωνια.
Δε φαινονται οι τοιχοι. Στην πραγματικοτητα δεν υπαρχουν.
Ειναι μια παγιδα.
Ο γιγαντας σηκωνεται πηγαινει κοντα στον τοιχο και ξυνει με τα νυχια του.
Εκει που ξυνει, ανοιγει μια διοδος, ενα γκρι παραθυρο.
“Βλεπεις τωρα;“, του λεει.
Κοιταει μεσα του και βλεπει τον ουρανο.
Ειναι η πρωτη φορα στη ζωη του που βλεπει ουρανο, γνωριζει ομως οτι ειναι παγιδα και αν πεσει μεσα του θα ταξιδευει για παντα στη δινη.
“Πρεπει να γυρισω στην...“, σκεφτεται, “…ουτε το ονομα της δεν ξερω...”.
Ανοιγει την πορτα και φευγει τρεχοντας.
Οι φωνες ακουγονται πολυ κοντα του.
Ενας κρατουμενος τρεχει προς το μερος του.
Ακολουθουν οι φρουροι.
Ενας πυροβολισμος.
Πληγωνεται στο ποδι.
Τρεχει σερνοντας το ποδι του, αλλα συνεχιζει να τρεχει.
Βλεπει τις καμερες παρακολουθησης στη γωνια.
Οι φρουροι πλησιαζουν.
Ξεκιναει να τρεχει κι αυτος.
“Πρεπει πρωτα να πιασουν τον αλλον. Μεχρι να ξεμπερδευουν μ’ αυτον θα καταφερω να φτασω κοντα της. Πρεπει να περιμενω να ηρεμησουν λιγο”, σκεφτεται καθως γλυστραει κατεβαινοντας τις σκαλες.
Θυμαται την κουβεντα που ειχε με τη μανα του πριν αρχισει ολο αυτο.
“Να μην εμπιστευεσαι κανεναν”, του ειχε πει “μονο τον αδερφο σου, αν εισαι σιγουρος οτι ειναι αυτος...”.
“Δε θα εμπιστευομαι κανεναν. Ουτε καν εσενα. Κανεναν.”, της ειχε απαντησει “μα πως μπορω να ειμαι σιγουρος για το ποιος ειναι πραγματικα ποιος”.
“Δεν μπορεις” και η εικονα της εσβησε απο το μυαλο του.
Ηταν πραγματικα αυτη;
Ανοιγει μια πορτα και βρισκεται στο εξωτερικο μιας ταρατσας.
Κρυβεται πισω απο τους τοιχους και παρατηρει τριγυρω.
Ταρατσες κολλημενες η μια διπλα στην αλλη.
Καποιος του ειχε πει οτι υπαρχει η γη, αλλα δεν την εχει δει ποτε του.
Ουτε και τωρα.
Μονο ταρατσες απο κτιρια.
Γκριζες, σαν τον ουρανο.
Ο ουρανος ειναι οπως πολυ παλια πριν ερθει ο ανθρωπος στη γη.
Ελαχιστο οξυγονο και πολυ σταχτη.
Τα συννεφα ειναι πολυ χαμηλα. Νιωθεις οτι μπορεις να κοψεις ενα κομματι βαμβακι αν απλωσεις το χερι σου.
Βλεπει καποιους σε μια ταρατσα.
Στο κεντρο της ενα δωματιο γυαλινο.
Μοιαζει με αιθουσα ανακρισης.
Αυτοι που βρισκονται μεσα δε μπορουν να παρατηρησουν εξω.
Εξω απο αυτο, ερειπωμενα ξυλινα παραπηγματα, σκουριασμενο μεταλο και μαδερια.
Θελει να παει πιο κοντα, ομως θυμαται για λιγο εκεινη.
Ειναι η μονη που τον εμπιστευεται, αλλα θα ‘χει νευριασει μαζι του γιατι την εχει αφησει τοση ωρα στο μπανιο μονη της...
Λενε οτι τα ονειρα κραταν μονο λιγα δευτερολεπτα.
Πως μπορει ολο αυτο να κρατησε μονο λιγα δευτερολεπτα;
Αν ειναι ετσι, τοτε σκεφτομαστε πολυ γρηγοροτερα στον υπνο μας;
No comments:
Post a Comment