“Ξέρεις τι είναι τα συναισθήματα Κωνσταντίνε; Λέει λυπημένα η Κυβέλη. Έχεις δει ποτέ πώς είναι ένα συναίσθημα; Εγώ τώρα θα σου δείξω και θα δείς για πρώτη φορά συναισθήματα ανθρώπου. Η Κυβέλη ξεκούμπωσε το φαρδύ μακρύ γκρίζο φόρεμα της έπεσε γύρω από τα πόδια της. Στάθηκε ολόγυμνη λίγο καμπουριασμένη με το ένα χέρι της στο στήθος. Όλο της το σώμα ήταν χαρακωμένο. Οργωμένο από μεγάλες κλειστές πληγές παλιές και μερικά μέρη. Ήταν τυλιγμένα με γάζες και η Κυβέλη άρχισε να τις ξετυλίγει και φάνηκαν. Καινούριες ανοιχτές πληγές που αιμάτωναν ακόμα. Αποτράβηξε το χέρι της από το στήθος. Οι μαστοί της ήταν κομμένοι σύρριζα και στην θέση τους δυο πλατειές καφετιές ουλές σαν ρόζοι. Με μια τελευταία κίνηση τράβηξε το μαύρο κάλυμμα από το πρόσωπο της και είδα το σκεπασμένο μάτι της. Την αδειανή του βουλιαγμένη κόγχη το μάτι της βγαλμένο. Μια ολόκληρη ζωή λέει η Κυβέλη να ταπεινώνω το σώμα μου να βασανίζομαι να θέλω να αφανιστώ. Γι’ αυτό δεν ξαναγύρισα ποτέ στην Ελλάδα. Για να μη σου κάνω κακό και το καθήκον μου εσένα να αφανίσω. Γιατί μ΄αυτή την μοίρα γεννήθηκα να σε εξοντώσω κι αυτό το χρέος μου το πλήρωνα πάνω στο δικό μου σώμα. Ήμουν μαζί ο ποιητής και ο εχθρός. Μονάχα μια γυναίκα μπορεί να καταλάβει πως είναι δυνατό μέσα σε μια ψυχή ανθρώπου να υπάρχουν μαζί ο θάνατος και η στοργή. Που δεν είναι ούτε έχθρα ούτε αγάπη. Θεέ μου αυτά τα άναρθρα. Τα άγνωστα ονόματα της ψυχής μας. Ρήμαξαν τη ζωή μου. Γιατί εγώ λέει με πένθος η Κυβέλη κι έτσι όπως την έβλεπα σκυμμένη είχε γεράσει είκοσι χρόνια. Εγώ ήμουν η γεννημένη για την ποίηση. Μη φανταστείς πως η συναισθηματική φροντίδα μου για σένα με εμπόδιζε. Η τέχνη δεν καταδέχεται τις θυσίες και μη σκεφτείς ότι η προστασία μου η αγάπη μου προς εσένα με εμπόδισε να φθάσω στον θρίαμβο μου σ’ αυτήν την χριστιανοσύνη που εγώ προορίσθηκα για να την εξαπλώσω. Για όλα ήμουν ικανή. Κι εσένα να προστατεύσω όπως το έκανα αγόγγυστα τρυφερά το έκανα και μαζί να δημιουργήσω. Ξέρω καλά τα εντόσθια μου ένα-ένα ψηλαφώ τις λειτουργίες τους πως αλέθαν. Πυρπολούσαν λεηλατούσαν τις βάρβαρες ομιλίες σας και ετοιμάζονταν να εκκρίνουν τους ιερούς μου φθόγγους αφού από τους δικούς σας γίνονταν. Γιατί ο ποιητής δεν έχει δικιά του φωνή και με την φωνή του μιλάν οι άνθρωποι κι ο κόσμος. Τους ψηλαφούσα κάτω από το πετσί μου τους φθόγγους μου που έρρεαν στο αίμα μου πως έσφυζαν κι αγωνιζόνταν να βγουν να φτάσουν την φωνή μου. Δεν την έφθαναν. Ποτέ δεν έφθασαν. “
(Από το ‘ Ο εχθρός του ποιητή ‘)
Καταλαβαίνεις τώρα; Έτσι είναι αυτό που οι άλλοι αποκαλούν συναίσθημα. Οι λέξεις με κυνηγάνε είναι ζωντανές.
No comments:
Post a Comment