Όταν μ’ άφησες ήρθα σ’ αυτό το σκοτεινό μέρος. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τη θάλασσα τον ουρανό και ότι άλλο χρειάζεται για να ζήσω. Κουλουριασμένος με το κεφάλι να στηρίζεται στα γόνατα.
Μπορείς ακόμη με μια κίνηση του νου να σταθείς και να κοιτάξεις μέσα στα όνειρα μου. Να δεις τον εαυτό σου. Περπατάς πάνω στο νερό ατάραχη, περιβάλλεσαι από έναν κρυστάλλινο άθραυστο κόσμο, κανείς δε μπορεί να σ’ αγγίξει. Οι κινήσεις σου αργές, προχωράς, βγαίνεις από τον κόσμο σου για λίγο και περπατάς στην υγρή βρώμικη νύχτα της πόλης.
Γνωρίζεις που πηγαίνεις. Ένας έρημος δρόμος, σταγόνες πέφτουν από τα κεραμίδια των χαμηλών σπιτιών πάνω στην άσφαλτο, χρωματιστές λίμνες. Προχωράς έξω από την πόλη. Κάτω από μια γέφυρα κουλουριασμένος, ανάμεσα σε πυκνά χόρτα, ένας όγκος από λάσπη. Παγωμένος, αναίσθητος. Μου πιάνεις το χέρι και με σηκώνεις ύστερα από αιώνες ακινησίας. Το δέρμα σπάζει και με παίρνεις μαζί σου. Με καλύπτεις σα μεμβράνη. Οι κινήσεις σου άχρονες αγγελικές.
No comments:
Post a Comment