Τον εβαλε στον ατμο.
Τον αφυδατωσε πληρως.
Στο σωμα του μπαινοβγαινουν χιλιαδες μικρες καρφιτσες.
Σαν αποξηραμενος καρπος φρουτου.
Τα βραδυα πριν κοιμηθει του καλυπτε με λιπος ολο το σωμα
για να αναπληρωθει το φθαρμενο δερμα.
![](http://bp3.blogger.com/_eQcar5NTjZ8/RcAIaa-0QuI/AAAAAAAAANk/oEYoK39X2-8/s0-d/Living_Between_The_Cracks.jpg)
The story I'm going to tell, is not my story. It is the story of someone, who is telling a story which is very similar to his own. The dream I will remember, won't be mine. It's the dream of someone who remembers a dream, that is very similar to his own. I think of stories I like to make stories. To tell them. I know this must sound like the dream of little Iasonas. What will he be when he grows up. When I wake up, it'll happen again. It'll start all over...
Οι εικόνες,
σαδίστριες και κάτοχοι
της πιο βίαιης αίσθησης καθήκοντος
χορεύουν, η μια πίσω απ’ την άλλη,
[μετα]σχηματίζονται:
πότε είναι μπαλέτο,
πότε τάνγκο,
μα, συχνότερα,
απλώς λικνίζονται σε εκείνο τον ρυθμό τον αχνό
τον ασαφή, εκείνον που κουράζει.
Σε εκείνο το ρυθμό που στοιχημάτισα
ότι χτυπάει η καρδιά σου
(αλήθεια, είναι ο μόνος τρόπος να ξεκλέψω μια ματιά
απ’ το μέσα σου)
Εικόνες, λοιπόν:
Μια φιγούρα με κορμί τεντωμένο
στον ηλεκτρισμό μιας μουσικής
με μάτια γουρλωμένα
με αφέλεια που δεν είναι αφέλεια
και πάντα εκείνη την αβάσταχτη ενέργεια
σαν εκκρεμές
[μπρος – πίσω]
διακριτική κίνηση των γοφών,
ασήμαντη
[πόσο ασήμαντη θα ‘πρεπε να είναι!]
Πάντα, η ίδια ζεστασιά που δεν είναι για μένα
πάντα η απάθεια που είναι όλη δική μου
πάντα το βιαστικό «καληνύχτα» και το βιαστικό χαμόγελο και η
βιαστική χειραψία -
σταμάτα, σε παρακαλώ, για ένα λεπτό και άκου:
άκου...
Αναπνέω πιο αργά, τώρα,
γιατί στα πνευμόνια μου, όπως και στις λέξεις,
έχει κολλήσει εκείνη η σκόνη,
[αυτή που πέφτει απ’ τις εβένινες κολώνες όταν τρίζουν
γιατί κρατάνε, αλήθεια, τον ουρανό σου]
η διαβρωτική,
είμαι βαρύς τώρα, μολύβι -
έχασα την επιδεξιότητα, τη λιγοστή,
και έμεινα μόνο με τις δικαιολογίες,
δικαιολογίες και σκονισμένα λόγια -
αυτά, και κάτι ακόμα - το μόνο που μπορώ να σου δώσω,
αν το καλοσκεφτείς:
«Το ξέρουμε και οι δυο ότι δεν είσαι τίποτα,
μια μέρα θα γυρίσω το κεφάλι και θα είσαι διάφανη,
μια μέρα, αντί για μένα – έτσι, για αλλαγή – θα λιώσεις εσύ,
θα πάψω να νοιάζομαι,
μια μέρα θα νοιαστείς.
Μια μέρα θα μπορώ να χρησιμοποιήσω το «εμείς»
χωρίς να το νιώθω βιασμένο και κίβδηλο
χωρίς να νιώθω ψεύτικος - »
...ποιόν κοροϊδεύω;
Πως μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται με την κορφή τη φλεγόμενη του ηφαιστείου
Ασε με τωρα να κοιταζω τα παραθυρα σου
ξεροντας πως μεσα ενας αλλος σε παιρνει, ενας αλλος βυθιζεται
μες στη μεγαλη σου ανοιξη
εγω και ποδοπατημενος απο χιλιαδες αντρες
σ’ αγαπω
Ασε με εδω στη γωνια, δεν πειραζει, ας χιονιζει
αυτο το μικρο, τετραγωνο φως που ριχνει το παραθυρο σου πανω στο χιονι
εμενα ειναι ο κοσμος μου.
Δε θα σου πω τιποτα μολις βγεις.
Θα περπαταω διπλα σου αμιλητος.
Κι αν αυτο σε πειραζει, μπορω να ‘ρχομαι πισω σου σα σκυλι.
Αν σ’ αρεσει, μπορεις να μου μιλας και για τα χαδια των αλλων
θα σ’ ακουω
σαν τον τυφλο που κλαιει, ακουγοντας μακρια τη βουη μιας μεγαλης γιορτης.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.
Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατώνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Του Νικου Καββαδια
Τα ματια της αρχισαν να κοκκινιζουν.
Ο κανονας ειναι απλος.
Το θηλυκο ειναι παντα κοκκινο, το αρσενικο μπλε.
Για ό,τι συνέβη, ευθυνεται η φυση.
Περπατησε αναμεσα στη γιορτη. Για πρωτη φορα στη ζωη του αναμεσα σε πληθος, χωρις να ντρεπεται.
Περπάτησε ανάμεσα στη γιορτή. Είχε σκαρφιστεί κάθε πειστική δικαιολογία για να το αποφύγει. Δεν είχε καμία διάθεση να πάει, δεν ήθελε.. Τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Έτσι ξαφνικα. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό. Και τίποτα μέσα της δεν μπορούσε να εξηγήσει το ‘γιατί’..
Συνηθως οταν βρισκοταν αναμεσα σε κοσμο, οχυρωνοταν, επιανε μια θεση απο την πρωτη στιγμη και αισθανοταν ασφαλης μονο εκει.
Τωρα ομως ηταν διαφορετικα. Κατι εψαχνε.
Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Λες κι εκεί υπήρχε κάτι που δεν είχε. Και που ήθελε απεγνωσμένα..
'Η μαλλον κατι ακολουθουσε. Κατι που δεν μπορουσε να διακρινει προς το παρον.
Θα το αναζητούσε. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει..
Ενιωθε ευφορια κι ας μην ειχε πιει κατι.
Ένιωθε μια ανεξήγητη ευφορία. Παράξενο. Τα χείλη της δεν είχαν αγγίξει ακόμη ούτε γουλιά..
Ηταν σαν ενα παιχνιδι.
Είχε την αίσθηση ότι ήταν παίκτρια σε ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες. Ή η βασική ηρωίδα ενός ανείπωτου παραμυθιού..
Ενιωθε την παρουσια της χωρις ομως να μπορει να προσδιορισει τη θεση της.
Ένιωθε την παρουσία του. Κι ας μην μπορούσε να προσδιορίσει τη θέση του. Ας μην τον ήξερε καν..
Εβρισκε μονο τα σημαδια της επειτα απο αρκετο χρονο.
Ναρκωμένη από μια εθιστική ουσία στο μυαλό της. Έτσι ένιωθε. Περπατούσε και κάθε της βήμα έμοιαζε να πατά πάνω στα δικά του χνάρια. Λες και κάθε φορά τον έχανε μόνο για μια στιγμή..
Ακολουθουσε παντα μετα απο λιγα δευτερολεπτα.
Ακολουθούσε σαν υπνωτισμένη αυτό που το μυαλό της αδυνατούσε να συλλάβει. Δεν θα τα παρατούσε. Όχι μέχρι να το βρει..
Ετσι, ενιωθε το αγγιγμα της στην κουρτινα, το περπατημα της στις σκαλες, το αναιτιο ριγος που προκαλουσε στους υπολοιπους καλεσμενους.
Λες και όλες της οι αισθήσεις του είχαν ήδη παραδοθεί. Χωρίς όρους. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Ανέβηκε τις σκάλες και άρχισε να περιπλανιέται στο διάδρομο. Ήξερε ότι ήταν κάπου εκεί, κοντά της. Άνοιξε φοβισμένα τις πόρτες μία-μία. Μπήκε σε κάθε δωμάτιο. Δεν άγγιξε τίποτα, όμως όλα της φαίνονταν τόσο οικεία. Λες κι εκείνος είχε στοιχειώσει κάθε γωνιά του σπιτιού. Τον ένιωθε. Το άγγιγμά του στο σώμα της. Την ανάσα του στο πρόσωπό της. Το φιλί του στα χείλη της..
Τίποτα δεν έμοιαζε να βγάζει νόημα. Όχι με τη λογική. Ένιωθε να τρελαίνεται. Δεν μπορούσε να τον δει. Δεν μπορούσε να τον βρει.. Η ώρα είχε περάσει. Οι καλεσμένοι είχαν ήδη αρχίσει να φεύγουν. Ετοιμάστηκε κι εκείνη. Λίγα λεπτά ακόμη. Έμεινε τελευταία.. Προχώρησε προς την πόρτα. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάμματα. Ανυπομονούσε να βγει έξω, να μείνει μόνη. Ήθελε να ουρλιάξει. Αισθάνθηκε το ίδιο άγγιγμα στο χέρι. Μηχανικά έστρεψε το κεφάλι χαμηλά. Απλά για να μπορέσει να γελάσει με τον εαυτό της. Με τις παραισθήσεις της..
Κι όμως. Τα δάχτυλα πάνω στα δικά της ήταν διάφανα. Γύρισε με τρομαγμένο πόθο, γι’αυτό που δεν μπορούσε να πιστέψει. Γι’αυτό που ήταν αδύνατο να υπάρχει. Ήταν αυτός. Το άλλο της μισό…
Colour Mate: Weirdo